ΣΜΟΛΙΚΑΣ

smolikas ΤΟ ΟΡΟΣ ΣΜΟΛΙΚΑΣ

Λίγα τοπία στην ορεινή Ελλάδα μπορούν να θυμίσουν στον επισκέπτη κάτι από Άλπεις. Ένα από αυτά, όμως, είναι σίγουρα η μαγευτική Δρακόλιμνη του Σμόλικα, που ειδικά την άνοιξη περιβάλλεται από καταπράσινο φυσικό τοπίο σπάνιας ομορφιάς, φέρνοντας πράγματι κατά νου τις εξοχές της Ελβετίας. Η Δρακόλιμνη του Σμόλικα ανήκει σε ένα σύνολο υποαλπικών λιμνών κρυμμένων στις ψηλότερες βουνοκορφές της Ηπείρου. Είναι μάλιστα η δεύτερη μεγαλύτερη ανάμεσά τους, μετά από την αντίστοιχη της Τύμφης.

Ο Σμόλικας, με τη σειρά του, είναι το δεύτερο ψηλότερο βουνό της Ελλάδας μετά τον Όλυμπο, έχοντας την κορυφή του στα 2.637 μέτρα. Αν και συχνά θεωρείται τμήμα της βόρειας Πίνδου, ορεογραφικά αυτό δεν είναι σωστό: τη συνεχίζει μεν, μα δεν ανήκει σε εκείνη. Ορθώνεται απέναντι ακριβώς από την Τύμφη, καταλαμβάνοντας το βόρειο τμήμα της περιφερειακής ενότητας Ιωαννίνων και το δυτικό των Γρεβενών. Περικλείεται στα βόρεια από τον Γράμμο. Αποτελεί ένα από τα αγαπημένα βουνά των περιπατητών, διακρίνεται για τα πυκνά του δάση, τις πολλές πηγές και τα εντυπωσιακά αλπικά τοπία με τις κορυφές και τα λιβάδια.

Στα ανατολικά του βουνού βρίσκεται η άγρια, δασωμένη κοιλάδα Βάλια Κίρνα, που στα βλάχικα μεταφράζεται ως «κοιλάδα των δαιμόνων» και στα βόρεια των ψηλότερων κορυφών δεσπόζει ο Βαθύλακος, ένα μεγάλο αμφιθεατρικό βύθισμα με έναν εντυπωσιακό καταρράκτη. Τα πετρώματα του Σμόλικα είναι κυρίως σερπεντινικά και λιγότερο ασβεστολιθικά και σε συνδυασμό με τις μεγάλες κλίσεις του βουνού δημιουργούν δεκάδες πηγές, ρέματα και μικρά ποτάμια. Το βουνό είναι σχεδόν όλο ενταγμένο στο δικτύο Natura 2000 (19.975 εκτάρια) και από το 2005 αποτελεί μέρος του διευρυμένου Εθνικού Πάρκου Βόρειας Πίνδου. Στο μεγαλύτερο μέρος του βουνού απουσιάζει το οδικό δίκτυο και η ανθρώπινη όχληση είναι μηδαμινή. Έτσι εδώ βρίσκει καταφύγιο μία τεράστια βιοποικιλότητα που για να την συναντήσει κανείς θα πρέπει να περπατήσει χιλιόμετρα στα πυκνά δάση και στα αλπικά λιβάδια του βουνού.

Η ορνιθοπανίδα αποτελείται από 120 είδη, τα οποία βρίσκουν προστασία στα τεράστια δάση και στα αλπικά του βουνού. Σον Σμόλικα ζούνε ακόμα όρνια, ενώ από τα αρπακτικά ξεχωρίζουν οι μεγαλόπρεποι χρυσαετοί, οι γερακαετοί, οι φιδαετοί, οι σφηκιάρηδες, οι γερακίνες, οι πετρίτες, τα ξεφτέρια, τα διπλοσάινα και τα βραχοκιρκίνεζα. Μέχρι πριν λίγα χρόνια στην περιοχή ζούσανε ασπροπάρηδες αλλά πλέον έχουν μάλλον εκλείψει. Από τα νυχτόβια αρπακτικά εδώ ζούνε μπούφοι, χουχουριστές, κουκουβάγιες, ενώ υπάρχουν και αναφορές για σπάνιους αιγωλιούς. Στα δάση ζούνε διάφορα είδη από δρυοκολάπτες, όπως ο μαύρος, ο πράσινος, ο σταχτής, ο λευκονώτης, ο μεσαίος και ο βαλκανικός. Στα αλπικά του βουνού ζούνε πολλά ακριβοθώρητα είδη, όπως η χιονάδα, ο πυρροκότσυφας, ο χιονόστρουθος, ο χιονοψάλτης, το βλαχοτσίχλονο, ο χιονοκότσυφας και ο τοιχοδρόμος. Άλλα είδη του βουνού είναι η πετροπέρδικα, η φάσσα, το γιδοβύζι, η δεντροσταρήθρα, η σταχτοσουσουράδα, ο νεροκότσυφας, ο θαμνοψάλτης, ο τρυποφράχτης, ο καρβουνιάρης, ο καστανολαίμης, ο σταχτοπετρόκλης, η τσίχλα, η γερακότσιχλα, ο πυρροβασιλίσκος, ο δρυομυγοχάφτης, ο σπάνιος νανομυγοχάφτης, η ελατοπαπαδίτσα, η λοφιοπαπαδίτσα, ο δεντροτσοπανάκος, ο αετομάχος, η κίσσα, η κιτρινοκαλιακούδα, ο κόρακας, το φανέτο, ο πύρρουλας, ο κοκκοθραύστης, ο σταυρομύτης και το βουνοτσίχλονο.

Από τα αμφίβια στις δύο αλπικές λίμνες ζούν πολλοί αλπικοί τρίτωνες, ενώ πιο χαμηλά απαντώνται μακεδονικοί τρίτωνες, σαλαμάνδρες, κιτρινομπομπίνες, φρύνοι, πρασινόφρυνοι κ.α. Ο Σμόλικας είναιι ένα από τα σημαντικότερα καταφύγια της χώρας μας για τα μεγάλα, σπάνια θηλαστικά. Εδώ ζούνε σε υγιείς πληθυσμούς αρκούδες, λύκοι, ζαρκάδια, και αγριόγατες. Ένας μικρός πληθυσμός από αγριόγιδα ακόμα ζει στις χαράδρες του βουνού, ενώ η πανίδα των θηλαστικών συμπληρώνεται από αγριόχοιρους, βίδρες, αλεπούδες, ασβούς, δεντροκούναβα, νυφίτσες, σκαντζόχοιρους, λαγούς, σκίουρους, μυωξούς, βουνομυωξούς, κ.ά. Η ιχθυοπανίδα των ορεινών ρεμάτων περιλαμβάνει μεταξύ άλλων την σπάνια ιονική πέστροφα, το ευρωπαϊκό τσιρωνάκι το χέλι και τον σπάνιο πινδοβίνο.

Εκτός από την παρατήρηση της φυσικής κληρονομιάς του Σμόλικα, ορισμένα χωριά συμπληρώνουν την απόλαυση της φύσης. Ένα ταξίδι ξεκινά σχεδόν πάντα από την Κόνιτσα. Η γραφική κωμόπολη της Ηπείρου, πολύ κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, απέχει περίπου μόνο 15 χλμ από την επαρχιακή οδό που διατρέχει την νοτιοδυτική πλαγιά του Σμόλικα. Αν και η διαδρομή είναι χωρίς δεύτερη σκέψη, μία από τις πιο απαιτητικές στην Ελλάδα, η μαγευτική θέα και το ατέλειωτο φυσικό τοπίο δεν αφήνουν πολλά περιθώρια αμφιβολίας. Η εθνική οδός που ενώνει την Κόνιτσα με το Δίστρατο είναι σχεδόν παράλληλη με τον ρου του Αώου, διατρέχοντας τις ατέλειωτες χαράδρες που διασχίζουν οι κρύοι παραπόταμοι του άγριου αυτού ποταμού που, αν και πηγάζει από την Ελλάδα, κατευθύνεται στην Αλβανία και χύνεται στην Αδριατική.

Μετά από αρκετές απανωτές ζικζακωτές στροφές κι ένα καταπράσινο δάσος που γλιστρά στην πλαγιά, ο δρόμος σας βγάζει στο Παλαιοσέλλι ή, όπως προτιμούν οι ντόπιοι, Παλιοσέλι. Χωριό του «ορεινού γκρουπ», το Παλιοσέλι είναι ένα από τα υψηλότερα χωριά της Ελλάδας σε ύψος 1.080 μέτρων και το όνομα του προέρχεται από τους αρχαίους Σέλλους, οι οποίοι – όπως λέει ο μύθος – εκδιώχθηκαν στα αρχαία χρόνια από τα πατρογονικά τους εδάφη και βρήκαν καταφύγιο πλάι στους κτηνοτρόφους Τυμφαίους πάνω στο βουνό, όπου και τελικά παρέμειναν.

Ένα, όμως, είναι το αξιοθέατο που κάνει το Παλαιοσέλλι ευρέως γνωστό. Η λεγόμενη Πίζα της Ελλάδας ή απλούστερα η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής είναι ίσως το μοναδικό κτίριο στην Ελλάδα, το οποίο γέρνει. Όπως ακριβώς και ο Πύργος της Πίζας, έτσι και η πετρόκτιστη βασιλική που χρονολογείται στο 1864 βυθίζεται λίγο λίγο στο σαθρό έδαφος εξαιτίας της βαριάς αρχιτεκτονικής της με αποτέλεσμα να γέρνει προς την μία πλευρά έχοντας μάλιστα μόλις 2 μοίρες διαφορά με το πασίγνωστο ιταλικό καμπαναριό.

Παρά το μικρό του μέγεθος, το Παλαιοσέλλι επενδύει σήμερα στον ήπιο τουρισμό και στην προσέλκυση επισκεπτών που θέλουν να περιδιαβούν στα δεκάδες ορεινά μονοπάτια του Σμόλικα. Καθώς είναι πολύ κοντά στην κορυφή, το Παλαιοσέλλι αποτελεί αφετηρία ορειβατικών μονοπατιών και αξίζει να θυμάστε ότι μέσω του χωριού μπορείτε να φτάσετε πολύ εύκολα στα δύο σύγχρονα ορειβατικά καταφύγια της περιοχής. Η μετάβαση είναι εύκολη και, αν δεν είστε φαν της πεζοπορίας, μπορείτε να χρησιμοποιήσετε κανονικά το Ι.Χ. σας. Αν πάλι απλώς θέλετε να συνεχίσετε την εξερεύνηση στις πλαγιές του Σμόλικα, κατευθύνεστε νοτιότερα προς τους Πάδες αφήνοντας πίσω σας το Παλαιοσέλλι με την καταπληκτική θέα στην Τύμφη.

Μετά από μερικές κλειστές στροφές κι ένα πυκνό δάσος, ο ανηφορικός δρόμος σας βγάζει σε ένα ακόμα ορεινό χωριό. Σε υψόμετρο 1.140 μέτρων και με πληθυσμό που δεν ξεπερνά τους 70 κατοίκους, οι Πάδες είναι ένα από τα ορεινότερα και πιο αραιοκατοικημένα χωριά στην χώρα. Τον χειμώνα μάλιστα ο μόνιμος πληθυσμός του χωριού συρρικνώνεται στους μόλις 8 κατοίκους, ενώ τα καλοκαίρια η επιστροφή των αποδήμων δίνει για λίγο μία ανάσα ζωής στο χωριό. Παρά το μικρό μέγεθος, ο ορεινός αυτός οικισμός κουβαλά τεράστια ιστορία και σήμερα επενδύει στον οικοτουρισμό σε μία προσπάθεια πληθυσμιακής αναζωογόνησης. Στους Πάδες, μπορείτε να σταματήσετε για ένα γρήγορο διάλειμμα για φαγητό ή ξεκούραση, ενώ μπορείτε να επισκεφθείτε την εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και την Παναγία του Κάτω Μαχαλά με μοναδικά κειμήλια και σπάνιες τοιχογραφίες ή, αν έχετε χρόνο, μπορείτε να ρωτήσετε για τους παλιούς νερόμυλους του χωριού και να πάρετε μία γλυκόπικρη γεύση από την καθημερινότητα της παλιάς Ελλάδας.

Φεύγοντας από τους Πάδες, συνεχίζετε ανατολικότερα προς τον τελευταίο σταθμό του ορεινού αυτού δρόμου, το Δίστρατο. Το Δίστρατο είναι ένα ιδιαίτερο χωριό που, όπως υποδηλώνει και το όνομά του είναι χτισμένο πάνω σε δύο στράτες. Φυσικά, ως δύο στράτες εννούνται οι δρόμοι που ένωναν την Ήπειρο και την Δυτική Μακεδονία, μιας και το χωριό είναι ακριβώς χτισμένο πάνω στο παλιό ορεινό πέρασμα που χρησιμοποιούσαν κτηνοτρόφοι και έμποροι, για να μεταβούν από την μία περιοχή στην άλλη. Γνωστό στην βλάχικη γλώσσα ως Μπριάζα ή Βριάζα, το Δίστρατο φημιζόταν για την αναπτυγμένη υλοτομία, την ευρηματικότητα των κατοίκων του στην αξιοποίηση των ορμητικών νερών και την θεραπεία των πληγωμένων ζώων με τα κατράμια. Όπως και τα περισσότερα χωριά του Σμόλικα, το Δίστρατο καταστράφηκε στην Κατοχή, αναδημιουργήθηκε την δεκαετία του ’50 και έκτοτε είχε την καταδικαστική μοίρα των ελληνικών χωριών που έβλεπαν τον πληθυσμό τους να μειώνεται δραματικά.

Η γειτνίαση με το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας στα Γρεβενά, ωστόσο, έχει συντελέσει στην τουριστική ανάπτυξη του χωριού με αρκετούς ξενώνες και ταβέρνες να έχουν κάνει την εμφάνισή τους αναδεικνύοντας το χωριό σε γνωστό οικοτουριστικό προορισμό. Αν θέλετε να συνδυάσετε την εξόρμησή σας με μία ξεκούραστη διαμονή στην καρδιά του Σμόλικα, εδώ ίσως είναι η κατάλληλη ευκαιρία. Αν θέλετε, μπορείτε είτε να επιστρέψετε πίσω στην Κόνιτσα είτε να συνεχίσετε μέχρι το χιονοδρομικό κέντρο της Βασιλίτσας. Υπολογίστε ότι η διαδρομή 46 χιλιομέτρων από την Κόνιτσα μέχρι το Δίστρατο διαρκεί περίπου 1,5 ώρα (3 ώρες με την επιστροφή) ανάλογα με την οδήγησή σας. Η διαδρομή είναι ακόμα πιο μαγευτική, αν σκοπεύετε να ταξιδέψετε με μηχανή.

Ξεκινώντας από την πετρόκτιστη Σαμαρίνα στα Γρεβενά, παίρνετε τον ορεινό δρόμο που οδηγεί προς την Φούρκα, ένα από τα ορεινότερα χωριά στο νομό Ιωαννίνων. Μιας και ο Σμόλικας είναι το φυσικό σύνορο μεταξύ Ηπείρου και Δυτικής Μακεδονίας, μη σας κάνει εντύπωση ότι όλες οι διαδρομές στο βουνό είναι μια συνεχής μετάβαση από την μια περιοχή στην άλλη. Ίσως, η μόνη διαφορά είναι ότι οδηγείτε σε υψόμετρο άνω των 1.000 μέτρων.

Επικοινωνία

Travel Chronicles 2024